διατρήσει

διατρήσει
διάτρησις
perforation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
διατρήσεϊ , διάτρησις
perforation
fem dat sg (epic)
διάτρησις
perforation
fem dat sg (attic ionic)
διατετραίνω
bore through
aor subj act 3rd sg (epic)
διατετραίνω
bore through
fut ind mid 2nd sg
διατετραίνω
bore through
fut ind act 3rd sg
διατρέω
run trembling about
aor subj act 3rd sg (epic)
διατρέω
run trembling about
fut ind mid 2nd sg
διατρέω
run trembling about
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”